Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Ο ελληνισμός που δε γνωρίζουμε (Ρουμανία, Βουλγαρία, Σκόπια, Αντιόχεια)

Το να έχει κανείς γνώση και συναίσθηση της ιστορίας του δεν αποτελεί στοιχείο εθνικισμού. Αποτελεί απαραίτητη γνώση για ένα έθνος που επιζητά την απαραίτητη συνέχεια στον χρόνο. Για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε πρέπει να γνωρίζουμε τι έγινε λάθος στο παρελθόν και ν' αποφύγουμε παρόμοια λάθη στο μέλλον. Διαφορετικά είμαστε καταδικασμένοι...
Η ανάρτηση αυτή δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει αλυτρωτισμό ή να οδηγήσει στην μοιρολατρία ("έτσι κάναμε πάντα, δεν πρόκειται ν' αλλάξουν τα πράγματα") ή ακόμα και ν' αναζωπυρώσει έχθρες. Θεωρούμε όμως ότι πρέπει να γνωρίζουμε ότι μέχρι πριν από - όχι τόσα πολλά χρόνια - ο ελληνισμός είχε συμπαγείς πληθυσμούς σε πάρα πολλές βαλκανικές και μη χώρες. Αυτοί οι Έλληνες δεν ήταν μόνο εκεί για γενιές εκεί: άκμαζαν και πρόσφεραν τόσο στην χώρα που ζούσαν, όσο και στον ελλαδικό χώρο με ποικίλους τρόπους...
Θ' αποφύγουμε ν' αναφέρουμε πράγματα που γνωρίζουν οι περισσότεροι, όπως π.χ. για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας και του Πόντου, την Κύπρο και την Βόρεια Ήπειρο. Θα μιλήσουμε για τον ξεχασμένο ελληνισμό που άκμασε και παράκμασε σε άλλες γωνιές του κόσμου...

Ρουμανία: οι Έλληνες στην Ρουμανία είχαν παρουσία στα πολιτικά πράγματα της περιοχής από την εποχή των Ελλήνων ηγεμόνων στις παραδουνάβιες χώρες (επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Καντακουζηνοί, Βασαράβες, Μαυροκορδάτοι, Μαυρογέννηδες, Μουρούζηδες και Καλλιμαχήδες μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά την άρχουσα τάξη της χώρας, η οποία δεν είναι τυχαίο ότι μιλούσε γαλλικά και ελληνικά, δημιουργώντας ένα φιλελληνικό κλίμα στο λαό και επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρουμάνικες βλέψεις στην Μακεδονία άρχισαν να γίνονται έντονες όταν η επιρροή των ελληνικών οικογενειών άρχισε να φθίνει. Ένας από τους τελευταίους Έλληνες πολιτικούς της χώρας ήταν ο Γεώργιος Γρηγόριος Καντακουζηνός, που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ρουμανίας 2 φορές, τη 2η φορά μεταξύ του 1906-1907. Οι περισσότεροι Έλληνες έφυγαν στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, είτε στην Ελλάδα, είτε σε Σκανδιναβικές χώρες - παρόλα αυτά υπάρχουν μικροί θύλακες κυρίως στην περιοχή της Τούλτζια.

Βουλγαρία: Οι ανταγωνιστικές σχέσεις της χώρας αυτής με την χώρα μας, είχαν τεράστιο αντίκτυπο σε ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και στην Ανατολική Ρωμυλία. Αγχίαλος, Μεσημβρία, Σωζόπολη, Αγαθούπολη, Στενήμαχος και Πύργος (Μπουργκάς) είχαν συμπαγείς και κατά πλειοψηφία ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι - σε αρκετές περιπτώσεις - επιβίωσαν μέχρι τις παρυφές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, για να εκδιωχθούν οριστικά στο τέλος αυτού (έχοντας περάσει μια βασανιστική περίοδο, τον καιρό που η Βουλγαρία ήταν στον πόλεμο ως μέλος του γερμανικού άξονα). 

Σκόπια: Η εγκατάλειψη του ελληνισμού της ΠΓΔΜ αποτελεί μια από τις πιο μελανές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Δεν είναι μόνο το ότι το Μοναστήρι (που είχε κατά πλειοψηφία ελληνικό πληθυσμό κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων) και οι Έλληνες αυτού εγκαταλήφθηκαν στην τύχη τους, την περίοδο εκείνη. 
Είναι γνωστή η διαμάχη Κωνσταντίνου - Βενιζέλου για το προς τα που θα έπρεπε να προελάσει ο ελληνικός στρατός (προς το Μοναστήρι όπου οι Έλληνες ήταν περισσότεροι ή προς την Θεσσαλονίκη όπου είχε στρατηγική σημασία αλλά μικρότερο ελληνικό πληθυσμό). Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι κατά τη διάρκεια του 1ου Βαλκανικού Πολέμου η συμφωνία μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας ήταν να παραδοθεί η πόλη στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στην πόλη μετά την μάχη του Μοναστηρίου και αρνήθηκε να την παραδώσει στη Βουλγαρία ή την Ελλάδα: Η ατυχία για τους Έλληνες της περιοχής είχε να κάνει με το ότι ένα κομμάτι του ελληνικού στρατού (που προέλαυνε προς την πόλη) έχασε από τους Οθωμανούς στο Σόροβιτς, με αποτέλεσμα να προλάβουν οι Σέρβοι και να κατακτήσουν την πόλη.
Στη συνέχεια - και στα πλαίσια της "καλής γειτονίας" οι ελληνικές κυβερνήσεις έπαψαν ν' ασχολούνται με τους Έλληνες που είχαν μείνει στην περιοχή του Βαρδάρη, ενώ παράλληλα αντιμετώπισαν ως "ξένους" τους σλαβόφωνους πληθυσμούς, ελληνικής συνείδησης όμως που ζούσαν εντός των συνόρων. Οι περιοχές αυτές έγιναν πεδίο προπαγάνδας (πάντα εύκολο σε περιοχές αποκλεισμένες και καταπιεσμένες), που σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό μέρους των μαχητών του ΔΣΕ στην "άλλη πλευρά", την αμφίσημη θέση του ΚΚΕ για την Μακεδονία σε μια κρίσιμη πολιτικά περίοδο (μια απόφαση που στη συνέχεια άλλαξε, έχοντας κάνει όμως μεγάλη ζημιά στα εθνικά μας συμφέροντα), και την ουσιαστική αδιαφορία των ελληνικών κυβερνήσεων για το "Μακεδονικό" που μόλις είχε αρχίσει να επανακινείται από τον Τίτο, οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση στην περιοχή. Το τραγικό; Βλαχόφωνοι ελληνικής συνείδησης και Έλληνες ζουν και σήμερα στα Σκόπια. Η CIA (την ίδια ώρα που μιλάει για καταπιεσμένους Τούρκους και "Μακεδόνες" στην χώρα μας) αναφέρεται σε περίπου 100 χιλιάδες "καταπιεσμένους" Έλληνες, κάτι που ο αλήστου μνήμης Κίρο Γκλιγκόροφ είχε αναφέρει σε συνέντευξή του (σε προσπάθειά του να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τ' όνομα της χώρας). Το ποια είναι η αλήθεια είναι άγνωστο - το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι Βλάχοι αναφέρονται στις τελευταίες απογραφές της χώρας ως ξεχωριστοί εθνοτική ομάδα, πράγμα που δεν ίσχυε (δηλ. κατατάσονταν με τους Έλληνες) μέχρι τις απογραφές του 1992.

Αντιόχεια: Κατ' εξαίρεση σ' αυτή την ενότητα, θα μιλήσουμε για την περιοχή δικαιοδοσίας του σημερινού Πατριαρχείου της Αντιόχειας. Κατ' αρχήν πρέπει να πούμε ότι το Πατριαρχείο της Αντιόχειας, έχει το παράδοξο να έχει την έδρα του σε διαφορετική πόλη απ' αυτήν του τίτλου του, μιας και η Αντιόχεια (που αν και ιστορικά θεωρείται ως "συριακή") ανήκει στην επαρχία Χατάι της Τουρκίας (από το 1939). 
Στην περιοχή της Αντιόχειας ο ελληνισμός άκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα. Μετά είχαμε πολλούς εξισλαμισμούς μ' αποτέλεσμα η πόλη να πέσει σε παρακμή. Στην περιοχή ακόμα και σήμερα υπάρχουν ορισμένα ελληνόφωνα χωριά, που οι κάτοικοί τους ζουν σε συνθήκες που θυμίζουν τους κρυπτοχριστιανούς της Καππαδοκίας και του Πόντου.
Στα 1343 η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε στην Δαμασκό, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Όπως ήταν φυσικό - και παρά τις διώξεις της Ορθοδοξίας στην περιοχή όπου ο καθολικισμός υποστηρίχθηκε από τους Άραβες αρχικά και τους Οθωμανούς αργότερα - γύρω από το Πατριαρχείο συσπειρώθηκε ο ελληνισμός της περιοχής. Από τα 1860 όμως και μετά ο ελληνισμός άρχισε να φθίνει, διωκόμενος όπως και το υπόλοιπο μη αραβόφωνο χριστιανικό στοιχείο. Το αποτέλεσμα ήταν στα 1898, μετά την παραίτηση του τότε Πατριάρχη Σπυρίδωνα, η εκλογική Σύνοδος να διασπαστεί (με τη μειοψηφία να ζητά να γίνει κατάλογος εκλόγιμων και με πρόσωπα από άλλα Πατριαρχεία, όπως γινόταν μέχρι τότε και την πλειοψηφία να διαφωνεί θέλοντας να αποκλεισθούν όσοι δεν ανήκαν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας) και να γίνεται εκλογή Άραβα Πατριάρχη. Από τότε η ελληνική παρουσία στο Πατριαρχείο ακολούθησε την πορεία του ελληνισμού της περιοχής: παρά την μικρή αύξηση αριθμών (λόγω του ερχομού στην Συρία πολλών Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων μετά την Μικρασιατική καταστροφή), η πλειοψηφία εγκατέλειψε την περιοχή - με τελευταίο μεγάλο κύμα να εγκαταλείπει την Συρία και το Λίβανο τη δεκαετία του 1960. Οι παλιοί Έλληνες ιεράρχες εγκατέλειπαν τα εγκόσμια και δεν υπήρχε κανείς να τους αντικαταστήσει πλέον. Ο τελευταίος Έλληνας ιεράρχης του Πατριαρχείου Αντιοχείας ήταν ο Μητροπολίτης πρώην Βαγδάτης και Κουβέιτ Κωνσταντίνος, ο οποίος έκλεισε τον κύκλο των Ελλήνων ιεραρχών του Πατριαρχείου το 2014, μετά από 45 ολόκληρα χρόνια αρχιερατείας.
Ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκυμανταίρ από τα 2005 για τον ελληνισμό της Μέσης Ανατολής μπορείτε να δείτε εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια: